- μοντερνίζω
- [μοντέρνος]ακολουθώ τη μόδα, νεωτερίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοντερνίζω — μοντέρνισα, ακολουθώ τη μόδα, καινοτομώ: Πολλές κοπέλες μοντερνίζουν φορώντας ρούχα που δεν τις κολακεύουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεωτερίζω — (ΑΜ νεωτερίζω) [νεώτερος] επιχειρώ κάτι το καινούργιο, επιφέρω νεωτερισμούς και καινοτομίες («τὸ μὴ νεωτερίζειν περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν», Πλάτ.) νεοελλ. ασπάζομαι νεώτερες αντιλήψεις γύρω από ένα ζήτημα, εγκολπώνομαι νέα συστήματα,… … Dictionary of Greek